λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και … Dictionary of Greek
αλώφητος — ἀλώφητος και φοτος, ον (Α) [λωφῶ] αυτός που δεν λουφάζει, δεν ησυχάζει, συνεχής, αδιάκοπος … Dictionary of Greek
αναλωφώ — ἀναλωφῶ ( άω) (Α) ανακουφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λωφῶ «αναπαύομαι, ησυχάζω»] … Dictionary of Greek
απολωφώ — ἀπολωφῶ ( άω κ. ιων. τ. έω) (AM) [λωφώ ( άω)] μσν. ελαττώνω, μειώνω αρχ. καταπραΰνω … Dictionary of Greek
καταλωφώ — καταλωφῶ, άω και ποιητ. και ιων. τ. έω (Α) 1. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι από κάτι 2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λωφῶ «αναπαύομαι»] … Dictionary of Greek
λουφάζω — και λωφάζω (Μ λωφάζω) ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»] … Dictionary of Greek
λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
λώφαρ — λῶφαρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λώφημα», ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωφῶ «σταματώ, ανακουφίζομαι» + επίθημα αρ (πρβλ. άλειφ αρ)] … Dictionary of Greek
λώφημα — λώφημα, τὸ (Α) [λωφώ] ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία … Dictionary of Greek
λώφησις — λώφησις, ἡ (Α) [λωφώ] παύση, ανάπαυση, σταμάτημα («καὶ τοῡ πολέμου λώφησιν», Θουκ.) … Dictionary of Greek