λωφῶ

λωφῶ
λωφάω
rest
pres imperat mp 2nd sg
λωφάω
rest
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
λωφάω
rest
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
λωφάω
rest
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
λωφάω
rest
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
λωφάω
rest
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
λωφέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
λωφέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • αλώφητος — ἀλώφητος και φοτος, ον (Α) [λωφῶ] αυτός που δεν λουφάζει, δεν ησυχάζει, συνεχής, αδιάκοπος …   Dictionary of Greek

  • αναλωφώ — ἀναλωφῶ ( άω) (Α) ανακουφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λωφῶ «αναπαύομαι, ησυχάζω»] …   Dictionary of Greek

  • απολωφώ — ἀπολωφῶ ( άω κ. ιων. τ. έω) (AM) [λωφώ ( άω)] μσν. ελαττώνω, μειώνω αρχ. καταπραΰνω …   Dictionary of Greek

  • καταλωφώ — καταλωφῶ, άω και ποιητ. και ιων. τ. έω (Α) 1. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι από κάτι 2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λωφῶ «αναπαύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • λουφάζω — και λωφάζω (Μ λωφάζω) ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»] …   Dictionary of Greek

  • λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] …   Dictionary of Greek

  • λώφαρ — λῶφαρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λώφημα», ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωφῶ «σταματώ, ανακουφίζομαι» + επίθημα αρ (πρβλ. άλειφ αρ)] …   Dictionary of Greek

  • λώφημα — λώφημα, τὸ (Α) [λωφώ] ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία …   Dictionary of Greek

  • λώφησις — λώφησις, ἡ (Α) [λωφώ] παύση, ανάπαυση, σταμάτημα («καὶ τοῡ πολέμου λώφησιν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”